αιτιατέον — αἰτιατέον (Α) [αἰτιῶμαι] 1. πρέπει κανείς να κατηγορεί 2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο … Dictionary of Greek
αἰτιατέοις — αἰτιατέον one must accuse masc/neut dat pl αἰτιᾱτέοις , αἰτιατέος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατέος — αἰτιατέον one must accuse masc nom sg αἰτιᾱτέος , αἰτιατέος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek