αἰτιατέον

αἰτιατέον
αἰτιατέον
one must accuse
masc acc sg
αἰτιατέον
one must accuse
neut nom/voc/acc sg
αἰτιᾱτέον , αἰτιατέος
masc/fem acc sg
αἰτιᾱτέον , αἰτιατέος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιτιατέον — αἰτιατέον (Α) [αἰτιῶμαι] 1. πρέπει κανείς να κατηγορεί 2. πρέπει κανείς να προβάλλει, να θεωρεί κάποιον ως αίτιο, ως υπεύθυνο …   Dictionary of Greek

  • αἰτιατέοις — αἰτιατέον one must accuse masc/neut dat pl αἰτιᾱτέοις , αἰτιατέος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιατέος — αἰτιατέον one must accuse masc nom sg αἰτιᾱτέος , αἰτιατέος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”